- paçacı
- 1) продаве́ц бара́ньих но́жек2) ма́ленький рестора́н, где гото́вят ку́шанье из бара́ньих но́жек
Türkçe-rusça sözlük. 2013.
Türkçe-rusça sözlük. 2013.
paçacı — is. 1) Kasaplık hayvanların ayaklarını satan kimse 2) Paça, işkembe pişirilen dükkân … Çağatay Osmanlı Sözlük
πατσατζής — ο 1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες 2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci] … Dictionary of Greek